- ψόα
- η, ΝΜΑ, και ψύα ΜΑ, και ψυά και ιων. τ. ψύη και ψοιά και ψοία και ψυία και τ. πληθ. ψίαι και ψειαί Α(κυρίως στον πληθ.) οι ψόες και αἱ ψόαιοι μύες τής οσφυϊκής χώρας που εκτείνονται μέχρι την περιοχή τών νεφρώννεοελλ.1. κρέας σφαγίου από την οσφυϊκή χώρα, ψαρονέφρι2. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμωνμσν.-αρχ.τα πλάγια τμήματα τής λεκάνης τού ανθρώπου και ορισμένων ζώων, οι λαγόνες, τα ισχία, ή η ράχη, τα νώτααρχ.(κατά τον Ησύχ.) (στην αιτ.) ψόαν«ὀχεύτριαν».[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζεται με μεγάλη ποικιλία μορφών, κυρίως σε ό,τι αφορά τον φωνηεντισμό: ψόαι — ψοιαί — ψυαί — ψειαί — ψίαι (πρβλ. χρόα: χροιά). Οι τ. που παραδίδει ο Ησύχιος, με αρκτικό σύμφ. φ-, φοῦαι και φύλλες, θα μπορούσαν να παραπέμψουν σε αρχαιότερο αρκτικό συμφωνικό σύμπλεγμα σφ- (πρβλ. σφε: φιν: ψε, σφάκελος (ΙΙ): ψάκελον: φάκελος). Η προηγούμενη υπόθεση, σε συνδυασμό με τον φωνηεντισμό -υ-, θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύνδεση τών τ. με τον συνώνυμο ὀσφῦς*].
Dictionary of Greek. 2013.